ἄπονος — without toil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπονος — η, ο (AM ἄπονος, ον) μσν. νεοελλ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. 1. ο δίχως μόχθο ή κόπο, άκοπος 2. ο δίχως πόνο, ανώδυνος 3. (για ανθρώπους) οκνηρός, τεμπέλης … Dictionary of Greek
άπονος — η, ο επίρρ. α 1. ανώδυνος, απόνετος (βλ. λ.). 2. άσπλαχνος, σκληρός: Τέτοιον άπονο πατέρα δεν ξανασυνάντησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπονέστερον — ἄπονος without toil adverbial comp ἄπονος without toil masc acc comp sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονώτερον — ἄπονος without toil masc acc comp sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc comp sg ἄπονος without toil adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονωτέρων — ἄπονος without toil fem gen comp pl ἄπονος without toil masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονώτατα — ἄπονος without toil adverbial superl ἄπονος without toil neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονώτατον — ἄπονος without toil masc acc superl sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνως — ἄπονος without toil adverbial ἄπονος without toil masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπονον — ἄπονος without toil masc/fem acc sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονωτάτη — ἄπονος without toil fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)