απονος

απονος
    ἄπονος
    ἄ-πονος
    2
    1) беспечальный, безмятежный
    

(χάρμα Pind.; οἶκος Aesch.; τύχη Soph.)

    2) безболезненный, легкий

(θάνατος Plat.)

; не причиняющий страданий
    

(αἱμορροΐδες Arst.)

    3) движущийся без усилий
    

(οὐρανός Arst.)

    4) бездеятельный, праздный, ленивый
    

(πρός τι Plat.; ἀ. καὴ μαλακός Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απονος" в других словарях:

  • ἄπονος — without toil masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπονος — η, ο (AM ἄπονος, ον) μσν. νεοελλ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. 1. ο δίχως μόχθο ή κόπο, άκοπος 2. ο δίχως πόνο, ανώδυνος 3. (για ανθρώπους) οκνηρός, τεμπέλης …   Dictionary of Greek

  • άπονος — η, ο επίρρ. α 1. ανώδυνος, απόνετος (βλ. λ.). 2. άσπλαχνος, σκληρός: Τέτοιον άπονο πατέρα δεν ξανασυνάντησα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπονέστερον — ἄπονος without toil adverbial comp ἄπονος without toil masc acc comp sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπονώτερον — ἄπονος without toil masc acc comp sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc comp sg ἄπονος without toil adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπονωτέρων — ἄπονος without toil fem gen comp pl ἄπονος without toil masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπονώτατα — ἄπονος without toil adverbial superl ἄπονος without toil neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπονώτατον — ἄπονος without toil masc acc superl sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόνως — ἄπονος without toil adverbial ἄπονος without toil masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπονον — ἄπονος without toil masc/fem acc sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπονωτάτη — ἄπονος without toil fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»